- ἁμματισμός
- ἁμματ-ισμός, ὁ,A tieing, knotting, Heliod. ap. Orib. 48.43.1, cf. 48.28.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμματισμός — ἁμματισμός, ο (Α) [ἁμματίζω] δέσιμο με επιδέσμους … Dictionary of Greek
ἁμματισμοῦ — ἁμματισμός tieing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμματισμόν — ἁμματισμός tieing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμματίζω — ἁμματίζω (Α) 1. δένω με κόμπο 2. συνενώνω, συναρμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμμα. ΠΑΡ. αρχ. ἁμματισμός νεοελλ. αμμάτιση] … Dictionary of Greek